- τροχιλιακός
- -ή, -ό, Ν [τροχιλία]1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τροχιλία2. φρ. α) «τροχιλιακός βόθρος»ανατ. βόθρος στο άνω τοίχωμα τού οφθαλμικού κόγχου όπου προσφύεται η τροχιλίαβ) «τροχιλιακό νεύρο»ανατ. κινητικό εγκεφαλικό νεύρο στην τέταρτη εγκεφαλική συζυγία, το οποίο νευρώνει τον άνω λοξό οφθαλμικό μυ.
Dictionary of Greek. 2013.